πισσηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
(32)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[πίσσα]] ή που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]], [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πισσηρά</i><br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[αλοιφή]] παρασκευασμένη από [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[πίσσα]] ή που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]], [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πισσηρά</i><br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[αλοιφή]] παρασκευασμένη από [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=πισσηρός -ά -όν [πίττα] van pek, van teer: subst. ἡ πισσηρά, Ion. πισσηρή teerzalf. Hp. Fract. 24.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσηρός Medium diacritics: πισσηρός Low diacritics: πισσηρός Capitals: ΠΙΣΣΗΡΟΣ
Transliteration A: pissērós Transliteration B: pissēros Transliteration C: pissiros Beta Code: pisshro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν,

   A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.

German (Pape)

[Seite 619] = πισσήεις, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.

Greek Monolingual

-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσηρός -ά -όν [πίττα] van pek, van teer: subst. ἡ πισσηρά, Ion. πισσηρή teerzalf. Hp. Fract. 24.