προμοιχεύω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προμοιχεύω:''' сводничать, сводить (τινά τινι Plut.). | |elrutext='''προμοιχεύω:''' сводничать, сводить (τινά τινι Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-μοιχεύω eerder tot overspel verleiden. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.
German (Pape)
[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.
Greek Monolingual
Α μοιχεύω
μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
προμοιχεύω: сводничать, сводить (τινά τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μοιχεύω eerder tot overspel verleiden.