Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύγιος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(39)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]].
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]].
}}
{{elnl
|elnltext=στύγιος -ον [στύγος] gehaat, afschuwelijk.
}}
}}

Revision as of 08:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 958] (s. nom. pr.), übh. verabscheu't, abscheulich; λύπαι, Eur. Med. 195, ὀργαί, Hel. 1340, ἡμέρα στύγιος, Plut. de vit. aer. al. 2.

Greek Monolingual

-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α Στύξ, -υγός]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
2. μισητός, απεχθής.

Greek Monolingual

-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α Στύξ, -υγός]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
2. μισητός, απεχθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύγιος -ον [στύγος] gehaat, afschuwelijk.