στρεβλότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρεβλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).
|elrutext='''στρεβλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλότης Medium diacritics: στρεβλότης Low diacritics: στρεβλότης Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΤΗΣ
Transliteration A: streblótēs Transliteration B: streblotēs Transliteration C: strevlotis Beta Code: streblo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b.    II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.

German (Pape)

[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Ggstz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d’un glaive).
Étymologie: στρεβλός.

Greek Monotonic

στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλότης: ητος ἡ
1) изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2) извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.