συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπέμπω Medium diacritics: συμπροπέμπω Low diacritics: συμπροπέμπω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: sympropémpō Transliteration B: sympropempō Transliteration C: sympropempo Beta Code: sumprope/mpw

English (LSJ)

   A join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.

German (Pape)

[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.

French (Bailly abrégé)

escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.

Greek Monolingual

Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῡμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).

Greek Monolingual

Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῡμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).

Greek Monotonic

συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.