συνεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]]. | |elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
(συνέχω)
A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
Greek Monotonic
συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.