συκῆ: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 10: Line 10:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συκῆς, ἡ ([[contracted]] from συκεα), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] תְּאֵנָה, a [[fig]]-[[tree]]: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)  
|txtha=συκῆς, ἡ ([[contracted]] from συκεα), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] תְּאֵנָה, a [[fig]]-[[tree]]: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)  
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.

English (Strong)

from σῦκον; a fig-tree: fig tree.

English (Thayer)

συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monotonic

σῠκῆ: ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον
1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ.
2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.