συμπερασματικός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπερασματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπέρασμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
|lstext='''συμπερασματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπέρασμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπερασματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπέρασμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνεται με τη [[μορφή]] συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν [[συμπέρασμα]] και οι οποίοι [[είναι]]: <i>ως</i> και <i>ώστε</i><br />β) «συμπερασματικές προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας που περιέχεται στο [[ρήμα]] της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει το [[συμπέρασμα]] συλλογισμού («[[ὅρος]] [[συμπερασματικός]]», Ασπάσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπερασματικώς</i> / <i>συμπερασματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμπερασματικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συμπερασματικό.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερασματικός Medium diacritics: συμπερασματικός Low diacritics: συμπερασματικός Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symperasmatikós Transliteration B: symperasmatikos Transliteration C: symperasmatikos Beta Code: sumperasmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. -κῶς Arist.Rh.1401a3.

German (Pape)

[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.

Greek Monotonic

συμπερασματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην επίτευξη ή την αποπεράτωση, τελειωτικός, συγκεφαλαιωτικός· επίρρ. -κῶς, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπερασματικός -ή -όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).