σύνδοσις: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδοσις''': ἡ, = [[συνδοσία]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. [[ἔκχυσις]], ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
|lstext='''σύνδοσις''': ἡ, = [[συνδοσία]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. [[ἔκχυσις]], ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
}}
{{grml
|mltxt=-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [[συνδίδωμι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεισφορά]], [[συνδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάχυση]] («[[σύνδοσις]] ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[μετάδοση]] («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)<br /><b>3.</b> [[χαλάρωση]]<br /><b>4.</b> [[συρροή]] λαού, μαζική [[προσέλευση]] ανθρώπων.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδοσις Medium diacritics: σύνδοσις Low diacritics: σύνδοσις Capitals: ΣΥΝΔΟΣΙΣ
Transliteration A: sýndosis Transliteration B: syndosis Transliteration C: syndosis Beta Code: su/ndosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62.    2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2.    3 remission, Id.CA2.11.    4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυσησύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp.