σύμπλοκος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπλοκος''': -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ. | |lstext='''σύμπλοκος''': -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A entwined, interwoven, involved, Nonn.D.12.339, AP5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλοκος: -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπλοκος, -ον, ΝΜΑ συμπλέκω
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα
α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική διαφοροποίηση τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου
β) χημ. οι σύμπλοκες ενώσεις
3. φρ. «σύμπλοκες ενώσεις»
χημ. χημικές ενώσεις τών οποίων η δομή χαρακτηρίζεται από την παρουσία εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες
μσν.-αρχ.
1. πλεγμένος μαζί, περίπλοκος («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)
2. αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε μέσα σε κάτι
αρχ.
προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», Νόνν.).
Russian (Dvoretsky)
σύμπλοκος: сплетенный (ἡμερίδος στελέχη Anth.): φλογὶ σ. Anth. объятый пламенем.