ἀμυγδάλη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(1)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].
|mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].<br />η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι [[αμυγδαλές]]<br />αδένες σχήματος αμυγδάλου στη [[βάση]] του ουρανίσκου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[αμυγδαλές]]», [[πάσχω]] από [[αμυγδαλίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του <i>αμυγδαλέα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδαλίτης]]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι [[αμυγδαλές]]<br />αδένες σχήματος αμυγδάλου στη [[βάση]] του ουρανίσκου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[αμυγδαλές]]», [[πάσχω]] από [[αμυγδαλίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του <i>αμυγδαλέα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδαλίτης]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμυγδάλη:''' ἡ Plut. = [[ἀμύγδαλον]].
|elrutext='''ἀμυγδάλη:''' ἡ Plut. = [[ἀμύγδαλον]].
}}
}}

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγδᾰλη Medium diacritics: ἀμυγδάλη Low diacritics: αμυγδάλη Capitals: ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Transliteration A: amygdálē Transliteration B: amygdalē Transliteration C: amygdali Beta Code: a)mugda/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A almond, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Thphr.HP1.11.3, Dsc.1.123, Ath.2.52c.    II kernel of peach-stone, Gp.10.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδάλη: ἡ, = ἀμύγδαλον, Φρύν. Κωμ. Ἄδηλ. 6, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 52C, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
amande.
Étymologie: DELG terme étranger, sans étymologie.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. ἀμυσγέλα SEG 9.32 (Cirene III a.C.)

• Grafía: graf. ἀμιγ- PNess.3.89.24 (VI a.C.)

• Prosodia: [ᾰ-ᾰ-]
bot.
1 almendra fruto del almendro, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Eup.253, Epich.144, Philyll.26, Pherecr.148, Macho 159, Men.Fr.133, Thphr.HP 1.11.3, AP 6.232 (Crin.), Plin.HN 12.36, Plu.2.233a, PNess.3.89.24 (VI a.C.), Dsc.1.123.
2 almendra, semilla del hueso del melocotón Gp.10.14.1.
3 almendro Dsc.1.123, Plin.HN 16.83, Colum.5.10.20.

• Etimología: Palabra de substrato; cf. la variante ἄμικτον en Hsch.s.u. ἄμυκτον.

Greek Monolingual

ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. megedēl ή magdiēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.
η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγδάλη: ἡ Plut. = ἀμύγδαλον.