ἀτάρβακτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(1b) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀτάρβακτος:''' Pind. = [[ἀτάρβητος]]. | |elrutext='''ἀτάρβακτος:''' Pind. = [[ἀτάρβητος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[τάρβος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 January 2019
English (LSJ)
ον,
A unaffrighted, γνώμα Pi.P.4.84; γυνά B.5.139; cf. ἀτάρμυκτος.
German (Pape)
[Seite 383] γνώμη Pind. P. 4, 84, furchtlos, seit Böckh im Text. Vgl. ἀτάρμυκτος.
English (Slater)
ᾰτάρβακτος, -ον
1 intrepid, dauntless γνώμας ἀταρβάκτοιο (P. 4.84)
Spanish (DGE)
-ον
que no tiembla, intrépido, firme γυνά B.5.139, γνώμα Pi.P.4.84.
• Etimología: v. τάρβος, ταρβέω.
Greek Monolingual
ἀτάρβακτος, -ον (Α)
ατρόμητος, αφόβητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ταρβώ (-έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος ].
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρβακτος: Pind. = ἀτάρβητος.
Frisk Etymological English
See also: τάρβος