βαβάκτης: Difference between revisions
(7) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]]. | |mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: Epithet of Pan (Kratin.), Dionysos (Corn.).<br />Other forms: <b class="b3">ἐκβαβάξαι ἐκσαλεῦσαι Η</b> = S. fr. 139. <b class="b3">βαβάξαι ὀρχήσασθαι</b> H.; <b class="b3">βαβάκτης ὀρχηστής</b>, <b class="b3">ὑμνῳδός</b>, <b class="b3">μανιώδης</b>, <b class="b3">κραύγασος</b>, <b class="b3">ὅθεν καὶ Βάκχος</b> H.; = <b class="b3">λάλος</b>, EM 183, 45<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Onomatopoetical word to express joy, cf. <b class="b3">βαβάζω</b>. The connection with Lydian (Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut) is considered by DELG as etym. speculation on Bakchos. The terms with <b class="b3">βαβα(κ</b>)- may sometimes have included other expressions of joy etc., and not in one language only. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:01, 2 January 2019
English (LSJ)
A reveller, of Pan, Cratin.321, cf. Eust.1431.46; of Dionysus, Corn.ND30; expld. by ὀρχηστής, EM183.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.
Spanish (DGE)
(βᾰβάκτης) -ου
bullanguero, bullicioso de Dioniso Πάν Cratin.359, Βάκχος Corn.ND 30, cf. Hsch., Phot.β 6, EM 183.45.
• Etimología: Quizá rel. c. la familia expresiva de βαβάζω. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.
Greek Monolingual
βαβάκτης, ο (AM)
1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)
2. χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία προσωνυμία του Βάκχου, οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Epithet of Pan (Kratin.), Dionysos (Corn.).
Other forms: ἐκβαβάξαι ἐκσαλεῦσαι Η = S. fr. 139. βαβάξαι ὀρχήσασθαι H.; βαβάκτης ὀρχηστής, ὑμνῳδός, μανιώδης, κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος H.; = λάλος, EM 183, 45
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetical word to express joy, cf. βαβάζω. The connection with Lydian (Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut) is considered by DELG as etym. speculation on Bakchos. The terms with βαβα(κ)- may sometimes have included other expressions of joy etc., and not in one language only.