κονίλη: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(21) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κονίλη]], ἡ (Α)<br />[[γένος]] φυτού, το ορίγανον, η [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. -<i>ίλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαρ</i>-<i>ίλη</i> «[[τέφρα]], [[καρβουνόσκονη]]»). Η λ. [[κονίλη]], λόγω της έντονης μυρωδιάς του φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ. [[κνίσα]] «[[οσμή]] ψημένου κρέατος, [[τσίκνα]]». Τον τ. δανείστηκε πιθ. η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cunila</i>, αν δεν πρόκειται για απλή ετυμολ. [[συγγένεια]]]. | |mltxt=[[κονίλη]], ἡ (Α)<br />[[γένος]] φυτού, το ορίγανον, η [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. -<i>ίλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαρ</i>-<i>ίλη</i> «[[τέφρα]], [[καρβουνόσκονη]]»). Η λ. [[κονίλη]], λόγω της έντονης μυρωδιάς του φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ. [[κνίσα]] «[[οσμή]] ψημένου κρέατος, [[τσίκνα]]». Τον τ. δανείστηκε πιθ. η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cunila</i>, αν δεν πρόκειται για απλή ετυμολ. [[συγγένεια]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of aromatic plant, Origanum, marjoram</b> (Nic., medic., Dsc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">ζωμίλη</b>, <b class="b3">μαρίλη</b> a. o. (Chantraine Formation 249, Schwyzer 483), further unclear. Persson Beitr. 2, 809 n. 1 assumes connection with <b class="b3">κνῖσα</b>, <b class="b3">κνίζω</b> (because of the continuous smell). Lat. LW [loanword] [[cunīla]] (for which Fur. 361 assumes <b class="b3">*κυνιλη</b>, as [[o]] remains before [[n]] in Latin). He compares further (120) <b class="b3">γονώνη ὀρίγανος</b> H, and perhaps <b class="b3">γονής</b>, <b class="b3">κώνητες θύρσοι</b> H. (121). On <b class="b3">-ιλ-</b> as a Pre-Greek suffix Beekes, Pre-Greek, suffixes. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A marjoram, Origanum viride, Diocl.Fr.150, Nic.Th. 626, Dsc.3.29, Gal.12.91. II organy, Origanum heracleoticum, Dsc.3.27.
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, ein Kraut, eine Art Origanum; Nic. Ther. 626; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κονίλη: ῑ, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὀριγάνου, Διοσκ. 3. 34, 56, Νικ. Θ. 626.
Greek Monolingual
κονίλη, ἡ (Α)
γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω της έντονης μυρωδιάς του φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ. κνίσα «οσμή ψημένου κρέατος, τσίκνα». Τον τ. δανείστηκε πιθ. η λατ. με τη μορφή cunila, αν δεν πρόκειται για απλή ετυμολ. συγγένεια].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of aromatic plant, Origanum, marjoram (Nic., medic., Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ζωμίλη, μαρίλη a. o. (Chantraine Formation 249, Schwyzer 483), further unclear. Persson Beitr. 2, 809 n. 1 assumes connection with κνῖσα, κνίζω (because of the continuous smell). Lat. LW [loanword] cunīla (for which Fur. 361 assumes *κυνιλη, as o remains before n in Latin). He compares further (120) γονώνη ὀρίγανος H, and perhaps γονής, κώνητες θύρσοι H. (121). On -ιλ- as a Pre-Greek suffix Beekes, Pre-Greek, suffixes.