μανδύα: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(24)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαντύα]], η (AM [[μανδύα]], Α και μανδύη)<br />[[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], η [[χλαίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (<i>λιβυρνική μανδύη</i>), ενώ κατ' άλλους [[είναι]] περσικό [[δάνειο]]].
|mltxt=και [[μαντύα]], η (AM [[μανδύα]], Α και μανδύη)<br />[[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], η [[χλαίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (<i>λιβυρνική μανδύη</i>), ενώ κατ' άλλους [[είναι]] περσικό [[δάνειο]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: a woollen cloth (A. Fr. 364 = 711 Mette, LXX).<br />Other forms: <b class="b3">-η</b> f., <b class="b3">-ας</b>, <b class="b3">-ης</b><br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained foreign word. After Ael. Dion. Fr. 252 and H. Persian; A. (l.c.), and St. Byz. 415, 7 speaks of <b class="b3">Λιβυρνικη μανδύη</b>.
}}
}}

Revision as of 03:35, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανδύα Medium diacritics: μανδύα Low diacritics: μανδύα Capitals: ΜΑΝΔΥΑ
Transliteration A: mandýa Transliteration B: mandya Transliteration C: mandya Beta Code: mandu/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ (μανδύη Poll.7.60, D.C.57.13,al.), μανδύας, ου, ὁ (LXX Jd.3.16, al., Suid.), or μανδύης (Lyd.Mag.2.13),

   A woollen cloak, Persian word acc. to Ael.Dion.Fr.252, Hsch.; but Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτών A.Fr.364, cf. Artem.2.3, St.Byz. s.v. Λιβυρνοί.

Greek (Liddell-Scott)

μανδύα: ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, ἐπανωφόριον ἐξ ἐρίου, ἐφεστρίς, ὡς ὁ φαινόλης (Πολυδ. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι εἶναι λέξις Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Λιβυρνοί.

Greek Monolingual

και μαντύα, η (AM μανδύα, Α και μανδύη)
μανδύας, επενδύτης
νεοελλ.
(ειδικά) ο στρατιωτικός επενδύτης, η χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (λιβυρνική μανδύη), ενώ κατ' άλλους είναι περσικό δάνειο].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a woollen cloth (A. Fr. 364 = 711 Mette, LXX).
Other forms: f., -ας, -ης
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained foreign word. After Ael. Dion. Fr. 252 and H. Persian; A. (l.c.), and St. Byz. 415, 7 speaks of Λιβυρνικη μανδύη.