πάραυτα: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάραυτᾰ:''' επίρρ. αντί <i>παρ' αὐτά</i> (ενν. <i>τὰ πράγματα</i>), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. [[perinde]] ή (όπως σε άλλους) = [[παραυτίκα]], στην [[αρχή]], σε Αισχίν., Δημ.
|lsmtext='''πάραυτᾰ:''' επίρρ. αντί <i>παρ' αὐτά</i> (ενν. <i>τὰ πράγματα</i>), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. [[perinde]] ή (όπως σε άλλους) = [[παραυτίκα]], στην [[αρχή]], σε Αισχίν., Δημ.
}}
{{etym
|etymtx=-ιά<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[innediately]] (Aesch., D)
}}
}}

Revision as of 05:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάραυτᾰ Medium diacritics: πάραυτα Low diacritics: πάραυτα Capitals: ΠΑΡΑΥΤΑ
Transliteration A: párauta Transliteration B: parauta Transliteration C: parafta Beta Code: pa/rauta

English (LSJ)

or παραυτά, Adv. for παρ' αὐτά (sc. τὰ πράγματα),

   A immediately, straightway, A.Ag.737 (lyr.), D.23.157; π. δ' ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ E.Fr.1079.5 codd. Stob., cf. Plb. 23.5.11 ; ἡ π. χάρις Id.38.11.11 (better divisim, παρ' αὐτά) ; τὸ π. πεφυγμένον κακόν prob. in Epicur.Fr.423.2. c. gen., ἥκοντες π. τοῦθανεῖν Socr.Ep.11 (Aristipp.).

Greek (Liddell-Scott)

πάραυτᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ παρ’ αὐτὰ (ἐξυπακ. τὰ πράγματα), = παραυτίκαπαραχρῆμα, παρευθύς, π. δ’ ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ Εὐρ. Ἀποσπ. 1061, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 11· ἡ π. χάρις ὁ αὐτ. 98. 3, 11. ΙΙ. καθ’ ὅμοιον τρόπον, Λατ. perinde, Αἰσχύλ. Ἀγ. 737, Δημ. 672. 5, Διόδ. 12. 20. 2) μετὰ γεν., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σωκρ. Ἐπιστ. 11. ― Τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι: παρ’ αὐτὰ ἐν διαστάσει. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 369.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν
(επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ' η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ.
β. «πάραυτα δ' ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. προς στιγμή, στιγμιαία
2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα («πάραυτα τοῡ θανεῑν», Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρ' αὐτὰ με συνεκφορά (πρβλ. κάταυτα)].

Greek Monotonic

πάραυτᾰ: επίρρ. αντί παρ' αὐτά (ενν. τὰ πράγματα), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. perinde ή (όπως σε άλλους) = παραυτίκα, στην αρχή, σε Αισχίν., Δημ.

Frisk Etymological English

-ιά
Grammatical information: adv.
Meaning: innediately (Aesch., D)