σηλαγγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(37)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χρυσωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σηλαγγεύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>σᾰλαγξ</i> «μεταλλικό [[σκεύος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σάλος]]), ενώ το -<i>η</i>- του τ. κατ' [[επίδραση]] του [[σῆραγξ]] «[[σανίδωμα]] που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (<b>βλ. λ.</b> [[σήραγγα]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χρυσωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σηλαγγεύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>σᾰλαγξ</i> «μεταλλικό [[σκεύος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σάλος]]), ενώ το -<i>η</i>- του τ. κατ' [[επίδραση]] του [[σῆραγξ]] «[[σανίδωμα]] που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (<b>βλ. λ.</b> [[σήραγγα]])].
}}
{{etym
|etymtx=-έως<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">gold refiner, gold washer</b> (Agatharch.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: For <b class="b3">*σαλαγγεύς</b> (from <b class="b3">σάλαγξ</b>; s. [[σάλος]]), with <b class="b3">-η-</b> after [[σῆραγξ]] (s. v.)?
}}
}}

Revision as of 07:19, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηλαγγεύς Medium diacritics: σηλαγγεύς Low diacritics: σηλαγγεύς Capitals: ΣΗΛΑΓΓΕΥΣ
Transliteration A: sēlangeús Transliteration B: sēlangeus Transliteration C: silaggeys Beta Code: shlaggeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.

Greek (Liddell-Scott)

σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος), ενώ το -η- του τ. κατ' επίδραση του σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)].

Frisk Etymological English

-έως
Grammatical information: m.
Meaning: gold refiner, gold washer (Agatharch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For *σαλαγγεύς (from σάλαγξ; s. σάλος), with -η- after σῆραγξ (s. v.)?