λῃστρικός: Difference between revisions
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(3) |
m (Text replacement - "|" to "|") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=lēstrikos | |Transliteration B=lēstrikos | ||
|Transliteration C=listrikos | |Transliteration C=listrikos | ||
|Beta Code=lh&# | |Beta Code=lh|striko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λῃστικός]], for which it is a freq. v.l., of ships, <b class="b3">τριακόντορος λ</b>. (cf. [[λῃστρίς]]) <span class="bibl">Th.4.9</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>25</span>, etc.; λ. σκάφη <span class="bibl">D.S.3.43</span>: metaph., of ἑταῖραι, τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης <span class="title">AP</span>5.43 (Rufin.), <span class="bibl">160</span> (Hedyl. or Asclep.); λ. τρόπῳ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1061.14</span> (i B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, <span class="bibl">Str.7.2.2</span>; also λ. δύναμις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>18</span>; βίος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1256b1</span>; <b class="b3">ἔθνη</b> ib.<span class="bibl">1338b23</span>; τὸ λ. ἦθος <span class="bibl">Str.12.8.9</span>; ὁ λ. πόλεμος <span class="bibl">App. <span class="title">Mith.</span>96</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Str.2.5.26</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λῃστικός]], for which it is a freq. v.l., of ships, <b class="b3">τριακόντορος λ</b>. (cf. [[λῃστρίς]]) <span class="bibl">Th.4.9</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>25</span>, etc.; λ. σκάφη <span class="bibl">D.S.3.43</span>: metaph., of ἑταῖραι, τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης <span class="title">AP</span>5.43 (Rufin.), <span class="bibl">160</span> (Hedyl. or Asclep.); λ. τρόπῳ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1061.14</span> (i B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, <span class="bibl">Str.7.2.2</span>; also λ. δύναμις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>18</span>; βίος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1256b1</span>; <b class="b3">ἔθνη</b> ib.<span class="bibl">1338b23</span>; τὸ λ. ἦθος <span class="bibl">Str.12.8.9</span>; ὁ λ. πόλεμος <span class="bibl">App. <span class="title">Mith.</span>96</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Str.2.5.26</span>.</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 4 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = λῃστικός, for which it is a freq. v.l., of ships, τριακόντορος λ. (cf. λῃστρίς) Th.4.9, cf. App.Pun.25, etc.; λ. σκάφη D.S.3.43: metaph., of ἑταῖραι, τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης AP5.43 (Rufin.), 160 (Hedyl. or Asclep.); λ. τρόπῳ BGU1061.14 (i B.C.). 2 of persons, Str.7.2.2; also λ. δύναμις Plu.Sert.18; βίος λ. Arist.Pol. 1256b1; ἔθνη ib.1338b23; τὸ λ. ἦθος Str.12.8.9; ὁ λ. πόλεμος App. Mith.96. Adv. -κῶς Str.2.5.26.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστρικός: -ή, -όν, = λῃστικός, ἀνθ’ οὗ εὕρηται συχνάκις ὡς διάφ. γραφὴ (Λοβ. εἰς Φρύν. 242), ἐπὶ πλοίων, τριακόντορος λ. (πρβλ. λῃστρίς), Θουκ. 4. 9, πρβλ. Ἀππ. Καρχηδ. 25, κτλ.· λ. σκάφη Διόδ. 3. 43. 2) ἐπὶ προσ., Στράβ. 293, Πλούτ., κτλ.· βίος λ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· τὸ λ. ἦθος Στράβ. 575· ὁ λ. πόλεμος Ἀππ. Μιθρ. 96· - μεταφορ., τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης, ἀντίθετ. τῷ ναῦς, πειρατικὰ πλοῖα, Ἀνθ. Π. 5. 44 καὶ 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 126, ἐν τέλ., Πλούτ., κτλ.· συγκρ. -ώτερον, ἴδε παρασκευάζω Β. ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de brigand ou de pirate ; τὸ λῃστρικόν vaisseau de pirate ou troupe de pirates.
Étymologie: λῃστής.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λῃστρικός, -ή, -όν) ληστρίς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος»
Πλούτ.)
2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη»)
3. φρ. «ληστρική σύνοδος» — έτσι ονομάστηκε η σύνοδος που είχε συγκληθεί το 449 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Β' στην Έφεσο και στην οποία υπερίσχυσε η υπό τον πατριάρχη Αλεξανδρείας μερίδα, που ευνοούσε την αιρετική διδασκαλία τοὺ Ευτυχούς, τον μονοφυσιτισμό
νεοελλ.
1. (για προφ. ή γραπτή αφήγηση) αυτή που πραγματεύεται για ληστές και πράξεις ληστών («ληστρική φιλολογία»)
2. μτφ. αθέμιτα κερδοσκοπικός, αισχροκερδής («ληστρικές τιμές»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ληστρικό(ν)
η αρπακτικότητα
αρχ.
1. πειρατικός («λῃστρικὰ σκάφη κατασκευάζοντες ἐλῄστευον», Διόδ.)
2. φρ. «τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης»
μτφ. οι εταίρες (Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ληστρικῶς και -ά (AM λῃστρικῶς) με τον τρόπο τών ληστών, αρπακτικά.
Greek Monotonic
λῃστρικός: -ή, -όν, = λῃστικός, πειρατικός, σε Θουκ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λῃστρικός: разбойничий, пиратский (τριακόντορος Thuc.; σκάφη Diod.); разбойничий, разбойный (βίος Arst.).