κατακομιδή: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(nl) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακομῐδή:''' ἡ<b class="num">1)</b> доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.). | |elrutext='''κατακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust. | |elnltext=κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A bringing down to the sea-shore for exportation, opp. ἀντίληψις (importation), Th.1.120. 2 bringing home, σώματος D.S. 18.3.
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, das Herab-, Herunterbringen, z. B. der Früchte ans Meer zur Ausfuhr, Thuc. 1, 120, τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένους εἰδέναι χρή, ὅτι χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων, im Ggstz von ἀντίληψις ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι. S. das Folgde. – Das Herbeischaffen, D. Sic. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κατακομῐδή: ἡ, ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ ἀντίληψις, ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
importation.
Étymologie: κατακομίζω.
Greek Monolingual
κατακομιδή, ἡ (Α) κατακομίζω
1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.)
2. η μεταφορά στην πατρίδα
3. η αποστολή («πρὸς παράληψιν και κατακομιδήν βιβλίων πεμπομένων εἰς Ἀλεξάνδρειαν», πάπ.).
Greek Monotonic
κατακομῐδή: ἡ, μεταφορά προς την παραλία για πραγματοποίηση εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατακομῐδή: ἡ
1) доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);
2) доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.