κατακομίζω
English (LSJ)
A bring down, esp. from the inland to the coast, σῖτον τῷ στρατεύματι Th.6.88; ποταμοῖς κ. Str.11.2.17, cf. OGI132.10 (Egypt, ii B.C.), Hdn.8.2.3 (Pass.), etc.:—Med., cause to be brought down, ὡραῖα πλοίοις Pl.Criti.118e.
2 bring into harbour, ναῦν D. 50.55; ναῦν Ἀθήναζε Id.56.27; εἰς τὸν Πειραιᾶ ib.20; bring home, τριήρεις Aeschin.2.71.
3 bring into a place of refuge, κ. τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τοὺς καρποὺς ἐν τῇ πόλει Aen.Tact.10.3; κ. γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν D.19.125; κ. τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν Decr. ap. eund.18.38; παῖδας καὶ γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰ τείχη Lycurg.16, cf. D.S.12.39.
4 import, κεράμου πανταχόθεν -ομένου Ath.11.784c.
5 bury, prob. in Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1355] herab-, herunterbringen, bes. aus der Mitte des Landes nach der Küste hin; σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc. 6, 88; παῖδας καὶ γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν κατακομίζειν Dem. 19, 125, vgl. 18, 38; Lycurg. 16 setzt εἰς τὰ τείχη hinzu, also in die Stadt schaffen, wie D. Sic. τὰ ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τὴν πόλιν, 12, 39; bes. von Waaren, sie verführen, Strab. XI, 498; κέραμον πανταχόθεν, einführen, Ath. XI, 784 c. Auch ναῦν ἐκεῖσε, das Schiff dorthin bringen, dort anlanden, Ἀθήναζε, zurückbringen, Dem. 56, 27. – Med. für sich hinschaffen, ὡραῖα πλοἴοις κατεκομίζοντο Plat. Critia. 118 e.
French (Bailly abrégé)
f. κατακομιῶ, ao. κατεκόμισα, pf. κατακεκόμικα;
transporter du pays haut, càd de l'intérieur d'un pays vers la côte, de l'intérieur d'un pays dans une ville.
Étymologie: κατά, κομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κομίζω naar beneden brengen:; τὸ... πῦρ κατεκόμισα εἰς τὴν γῆν het vuur heb ik naar de aarde gebracht Luc. 23.18; aanvoeren, uit het binnenland naar de kust:; σῖτον τῷ στρατεύματι κ. voedsel voor het leger aanvoeren Thuc. 6.88.4; in veiligheid brengen:. κ. γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν de vrouwen vanuit het platteland in veiligheid brengen (naar de stad) Dem. 19.125.
Russian (Dvoretsky)
κατακομίζω:
1 доставлять (к побережью), вывозить (σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc.; ἁμάξας μεγάλας κρόκου Arst.; τα ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τὴν πόλιν Diod.; παῖδας και γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.; ἐπὶ θάλασσάν τι Plut.); med. привозить себе (ὡραῖα πλοίοις Plat.);
2 доставлять в порт, приводить (ναῦν ἐκεῖσε или Ἀθήναζε Dem.; τριήρεις Aeschin.).
Greek Monolingual
κατακομίζω (Α)
1. φέρνω κάτι από κάποιο ψηλό μέρος σε άλλο χαμηλότερο και ιδίως από το εσωτερικό μιας χώρας στην παραλία («ὕλην τε γὰρ καὶ φύει καὶ ποταμοῖς κατακομίζει», Στράβ.)
2. προσορμίζω, αράζω
Greek Monotonic
κατακομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. φέρνω προς τα κάτω, ιδίως, από τα μεσόγεια στην παραλία, σε Θουκ.
2. κ. ναῦν, την οδηγώ στο λιμάνι, σε Δημ.
3. μεταφ., οδηγώ σε καταφύγιο, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρω κάτω καὶ ἔκ τινος ὑψηλοτέρου μέρους εἰς χαμηλότερον, κατακομίζουσιν ἐπὶ ναῦν δῶρα Συνέσ.· ἐκ τῶν μεσογείων εἰς τὴν παραλίαν, σῖτον τῷ στρατεύματι Θουκ. 6. 88· ὕλην ποταμοῖς κ. Στράβ. 498, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 8. 2.― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ καταχθῇ τι, φέρω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, τἆλλα ὡραῖα πλοίοις κατεκομίζοντο Πλάτ. Κριτίας 118Ε. 2) κ. ναῦν, φέρω αὐτὴν εἰς τὸν λιμένα, ὡς τὸ κατάγω, Δημ. 1223. 26., 1291. 10· ὡσαύτως, ἐπαναφέρω εἰς τὸν λιμένα, αὐτόθι 1289. 9, Αἰσχίν. 37. 16. 3) φέρω εἰς ἄσυλον, καταφύγιον, κ. παῖδας καὶ γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Δημ. 379. 26· κ. τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν Ψήφισμ. παρὰ τῷ αὐτῷ 238. 15· γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰ τείχη Λυκοῦργ. 149. 46, πρβλ. Διόδ. 12. 39. 4) εἰσάγω, εἰσκομίζω, κέραμον πανταχόθεν Ἀθήν. 784C.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
1. to bring down, esp. from the inland to the coast, Thuc.
2. κ. ναῦν to bring it into harbour, Dem.
3. metaph. to bring into a place of refuge, Dem.