θειόω: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482˙ θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50˙ [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
|lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόω Medium diacritics: θειόω Low diacritics: θειόω Capitals: ΘΕΙΟΩ
Transliteration A: theióō Transliteration B: theioō Transliteration C: theioo Beta Code: qeio/w

English (LSJ)

Ep. θεειόω, (θεῖον A)

   A fumigate with brimstone, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50.    2 purify, hallow, θείου . . θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν dub. in E.Hel.866.    3 smear with sulphur, Gal.1.658 (Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33.    II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B.    III (θεῖος A) hallow, consecrate, Pl.Lg.771b, Ph.1.374.

German (Pape)

[Seite 1192] (θεῖος), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω (θεῖον), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als v. l. Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch θεόω, aus Araros belegt.

Greek (Liddell-Scott)

θειόω: Ἐπ. θεειόω, (θεῖον) καπνίζω μὲ θεῖον, καπνίζω καὶ καθαρίζω ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, ὅστις μετεχειρίζετο θεῖον πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5· πρβλ. θεόω ΙΙ. - Μέσ., δῶμα θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· καθόλου, ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
consacrer aux dieux, acc..
Étymologie: θεῖος¹.
2épq. θεειόω;
-ῶ :
purifier par le soufre;
Moy. θειόομαι-οῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.
Étymologie: θεῖον².

Greek Monotonic

θειόω: Επικ. θεειόω, μέλ. -ώσω (θεῖον), καπνίζω με θειάφι, λιβανίζω και εξαγνίζω μέσω αυτού, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., δῶμα θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, εξαγνίζω, καθαίρω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θειόω: I эп. θεειόω θεῖον II] окуривать серой, очищать серным дымом (μέγαρον, med. δῶμα Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).
II θεῖος II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.).