λιθογνωμικός: Difference between revisions
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(23) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθογνωμικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς λίθους, [[γνώμων]] τῶν | |lstext='''λῐθογνωμικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς λίθους, [[γνώμων]] τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λιθογνωμικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύρ. όν.) <i>Λιθογνωμικόν</i><br />[[σύγγραμμα]] του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη [[γνώση]] των πολύτιμων λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>λιθογνωμονικός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνωμικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]])]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[λιθογνωμικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύρ. όν.) <i>Λιθογνωμικόν</i><br />[[σύγγραμμα]] του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη [[γνώση]] των πολύτιμων λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>λιθογνωμονικός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνωμικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful in stones: λ. (sc. βιβλίον), τό, a work on stones, by Philostr., Suid.s.v. Φιλόστρατος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογνωμικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τοὺς λίθους, γνώμων τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. βιβλίον), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)
αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα
αρχ.
(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν
σύγγραμμα του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)- + γνωμικός (< γνώμη)].