λιθογνωμικός

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογνωμικός Medium diacritics: λιθογνωμικός Low diacritics: λιθογνωμικός Capitals: ΛΙΘΟΓΝΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: lithognōmikós Transliteration B: lithognōmikos Transliteration C: lithognomikos Beta Code: liqognwmiko/s

English (LSJ)

λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, skilful in stones: λ. (sc. βιβλίον), τό, a work on stones, by Philostr., Suid.s.v. Φιλόστρατος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογνωμικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τοὺς λίθους, γνώμων τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. βιβλίον), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)
αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα
αρχ.
(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν
σύγγραμμα του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)- + γνωμικός (< γνώμη)].