νωτοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105˙ καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54˙ - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)˙ νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, [[ζῷον]] ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20˙ κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νωτοφόρος]]˙ ὁ μὴ ὑπὸ [[ζυγόν]], ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν [[ἄνθρωπος]], [[ἵππος]], [[ὄνος]]».
|lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, [[ζῷον]] ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νωτοφόρος]]· ὁ μὴ ὑπὸ [[ζυγόν]], ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν [[ἄνθρωπος]], [[ἵππος]], [[ὄνος]]».
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νωτοφορέω:''' нести на спине Diod.
|elrutext='''νωτοφορέω:''' нести на спине Diod.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτοφορέω Medium diacritics: νωτοφορέω Low diacritics: νωτοφορέω Capitals: ΝΩΤΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: nōtophoréō Transliteration B: nōtophoreō Transliteration C: notoforeo Beta Code: nwtofore/w

English (LSJ)

   A carry on the back, D.S.2.54 : abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14.

German (Pape)

[Seite 274] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφορέω: φέρω ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ νωτοφορία, ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-φόρος, ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, ἀχθοφόρος, φορτηγός, ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. ἡμίονος Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, ζῷον ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτοφόρος· ὁ μὴ ὑπὸ ζυγόν, ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν ἄνθρωπος, ἵππος, ὄνος».

Russian (Dvoretsky)

νωτοφορέω: нести на спине Diod.