μυρρίς: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
(26)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
|lstext='''μυρρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116· μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίς Medium diacritics: μυρρίς Low diacritics: μυρρίς Capitals: ΜΥΡΡΙΣ
Transliteration A: myrrís Transliteration B: myrris Transliteration C: myrris Beta Code: murri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116· μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].