δίωτος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίωτος''': -ον, (οὖς, [[ὠτός]]) δύο ὦτα ἔχων˙ ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[καδίσκος]] Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.
|lstext='''δίωτος''': -ον, (οὖς, [[ὠτός]]) δύο ὦτα ἔχων· ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[καδίσκος]] Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωτος Medium diacritics: δίωτος Low diacritics: δίωτος Capitals: ΔΙΩΤΟΣ
Transliteration A: díōtos Transliteration B: diōtos Transliteration C: diotos Beta Code: di/wtos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (οὖς, ὠτός)

   A two-eared; of vessels, two-handled, Pl. Hp.Ma.288d; καδίσκος AnticlId.13; ψυκτήρ OGI214.57 (Branchidae, iii B. C.); πίναξ IG22.120.44.

German (Pape)

[Seite 650] (οὖς), mit zwei Ohren, Henkeln; χύτραι; Plat. Hipp. mai. 288 d; Ath. XI, 473 c.

Greek (Liddell-Scott)

δίωτος: -ον, (οὖς, ὠτός) δύο ὦτα ἔχων· ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· καδίσκος Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux anses.
Étymologie: δίς, οὖς.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [fem. diota Hor.C.1.9.8]
de dos asas χύτραι Pl.Hp.Ma.288d, καδίσκος Anticl.22 (= Autoclides 1), ψυκτήρ Didyma 424.57 (III a.C.), πίνακες χαλκοῖ δίωτοι tablillas de bronce de dos asas para ser colgadas IG 22.120.44 (IV a.C.)
subst. fem. diota, jarra de dos asas, deprome ... merum diota Hor.l.c.

Greek Monolingual

δίωτος, -ον (Α)
(για σκεύη και αγγεία) αυτό που έχει δύο λαβές, χερούλια («δίωτος αμφορέας»).

Greek Monotonic

δίωτος: -ον (δίς, οὖς), αυτός που έχει δύο αυτιά, δύο χερούλια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δίωτος: с двумя ушками или ручками (χύτραι Plat.).