δρυάς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(9)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρυάς]], ο (Μ)<br />[[δάσος]] από βαλανιδιές, [[δρυμός]].———————— η (AM [[δρυάς]]) (συν. στον πληθ. δρυάδες)<br />[[νύμφη]] τών δασών, [[προστάτιδα]] τών δέντρων και [[κυρίως]] του δέντρου «δρύς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό, θαμνώδες [[φυτό]], με [[άνθη]] [[λευκά]] και φύλλα πράσινα στο [[επάνω]] [[μέρος]] και [[λευκά]] στο [[κάτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δάσος]] από βαλανιδιές<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φιδιού.
|mltxt=[[δρυάς]], ο (Μ)<br />[[δάσος]] από βαλανιδιές, [[δρυμός]].<br />η (AM [[δρυάς]]) (συν. στον πληθ. δρυάδες)<br />[[νύμφη]] τών δασών, [[προστάτιδα]] τών δέντρων και [[κυρίως]] του δέντρου «δρύς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό, θαμνώδες [[φυτό]], με [[άνθη]] [[λευκά]] και φύλλα πράσινα στο [[επάνω]] [[μέρος]] και [[λευκά]] στο [[κάτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δάσος]] από βαλανιδιές<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φιδιού.
}}
}}

Revision as of 12:43, 8 January 2019

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
seul. gén. pl. δρυάδων;
pièces formant la quille d’un navire.
Étymologie: δρῦς.

Greek Monolingual

δρυάς, ο (Μ)
δάσος από βαλανιδιές, δρυμός.
η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες)
νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως του δέντρου «δρύς»
νεοελλ.
αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά στο κάτω
μσν.
δάσος από βαλανιδιές
αρχ.
είδος φιδιού.