εξοδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].<br /><b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.