ἀλάλαγμα: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀλάλαγμα:''' ατος τό Plut. = [[ἀλαλή]]. | |elrutext='''ἀλάλαγμα:''' ατος τό Plut. = [[ἀλαλή]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀλαλάζω]]<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀλαλαγή]], a shouting.<br /><b class="num">II.</b> a [[loud]] [[noise]], τυμπάνων, αὐλοῦ Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., Call. Fr.310, Psalm.Solom.17.8, Plu.Mar.45.
German (Pape)
[Seite 88] τό, dasselbe, Callim. frg. 310; Plut. Lys. 45 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = τῷ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 310, Πλουτ. Μάρ. 45.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἀλαλαγή.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
1 grito de guerra o de victoria θεῷ τ' ἀλάλαγμα νόμαιον δοῦναι Call.Fr.719, πυκνὸν ἀ. Plu.Mar.45, ἀ. δέ ἐστιν ἐπινίκιος ᾠδή Sch.S.Ant.133.
2 grito orgiástico χορείης ἀλάλαγμα Nonn.D.20.304.
Greek Monolingual
το (Α ἀλάλαγμα) ἀλαλάζω
κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή.
Greek Monotonic
ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάλαγμα: ατος τό Plut. = ἀλαλή.
Middle Liddell
[from ἀλαλάζω
I. = ἀλαλαγή, a shouting.
II. a loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ Eur.