μυ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(26)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)<br />(άκλιτο) [[ονομασία]] του γράμματος <i>μ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>Μ</i>, <i>μ</i> <b>(εγκυκλ.)</b>].———————— <b>(II)</b><br />μὺ και μῡ, το (Α)<br /><b>1.</b> [[ασθενής]] [[ήχος]] που παράγεται με την [[ταχεία]] [[σύγκλειση]] τών χειλιών, [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[μίμηση]] του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με [[κλειστά]] χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το [[μύζω]] και πιθ. με τα [[μῦθος]], [[μυῖα]], [[μυκάομαι]], [[μυκός]], <i>μύω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)<br />(άκλιτο) [[ονομασία]] του γράμματος <i>μ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>Μ</i>, <i>μ</i> <b>(εγκυκλ.)</b>].<br /> <b>(II)</b><br />μὺ και μῡ, το (Α)<br /><b>1.</b> [[ασθενής]] [[ήχος]] που παράγεται με την [[ταχεία]] [[σύγκλειση]] τών χειλιών, [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[μίμηση]] του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με [[κλειστά]] χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το [[μύζω]] και πιθ. με τα [[μῦθος]], [[μυῖα]], [[μυκάομαι]], [[μυκός]], <i>μύω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)
(άκλιτο) ονομασία του γράμματος μ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)].
(II)
μὺ και μῡ, το (Α)
1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα
2. μίμηση του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το μύζω και πιθ. με τα μῦθος, μυῖα, μυκάομαι, μυκός, μύω].