μυ
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
Greek Monolingual
(I)
το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)
(άκλιτο) ονομασία του γράμματος μ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)].
(II)
μὺ και μῡ, το (Α)
1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα
2. μίμηση του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το μύζω και πιθ. με τα μῦθος, μυῖα, μυκάομαι, μυκός, μύω].