λάμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(22)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />μικρή, λεπτή μετάλλινη [[πλάκα]] κοπτικού εργαλείου («[[λάμα]] μαχαιριού»)<br /><b>2.</b> μικρό [[ξυραφάκι]], [[λεπίδα]] που τοποθετείται σε ξυριστική [[μηχανή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lamina</i> «[[λεπίδα]], [[λάμα]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαμένη</i>, μτχ. του [[ἐλαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[έλασμα]], [[έλαση]])].———————— <b>(II)</b><br />και [[λάμας]], ο<br /><b>1.</b> <b>θρησκειολ.</b> [[βουδιστής]] [[μοναχός]]<br />[[ιερέας]] του θιβετιανού δόγματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δαλάι [[λάμα]]» — ο [[μέγας]] [[λάμα]], ο [[αρχηγός]] του τάγματος Τζελούγκς-πα, τών βουδιστών του Θιβέτ, και, ως το 1959, [[πολιτικός]] [[ηγέτης]] της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> θιβετιανό <i>blama</i> «[[ανώτερος]]». Η λ. στον τ. [[λάμας]] μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].———————— <b>(III)</b><br />το<br />[[γένος]] αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών της οικογένειας camelidae, με [[λεπτό]] [[σώμα]], [[ψηλά]] πόδια και μακρύ λαιμό, κοντή [[ουρά]], ισχυρά νύχια και μεγάλα μυτερά αφτιά, αλλ. [[προβατοκάμηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>llama</i> <span style="color: red;"><</span> <i>llama</i>, λ. της γλώσσας Κέτσουα].———————— <b>(IV)</b><br />και λάμμα, το<br />(στη μεταβυζαντινή ζωγραφική) οι διαβαθμίσεις ενός χρώματος, οι αποχρώσεις.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />μικρή, λεπτή μετάλλινη [[πλάκα]] κοπτικού εργαλείου («[[λάμα]] μαχαιριού»)<br /><b>2.</b> μικρό [[ξυραφάκι]], [[λεπίδα]] που τοποθετείται σε ξυριστική [[μηχανή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lamina</i> «[[λεπίδα]], [[λάμα]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαμένη</i>, μτχ. του [[ἐλαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[έλασμα]], [[έλαση]])].<br /> <b>(II)</b><br />και [[λάμας]], ο<br /><b>1.</b> <b>θρησκειολ.</b> [[βουδιστής]] [[μοναχός]]<br />[[ιερέας]] του θιβετιανού δόγματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δαλάι [[λάμα]]» — ο [[μέγας]] [[λάμα]], ο [[αρχηγός]] του τάγματος Τζελούγκς-πα, τών βουδιστών του Θιβέτ, και, ως το 1959, [[πολιτικός]] [[ηγέτης]] της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> θιβετιανό <i>blama</i> «[[ανώτερος]]». Η λ. στον τ. [[λάμας]] μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].<br /> <b>(III)</b><br />το<br />[[γένος]] αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών της οικογένειας camelidae, με [[λεπτό]] [[σώμα]], [[ψηλά]] πόδια και μακρύ λαιμό, κοντή [[ουρά]], ισχυρά νύχια και μεγάλα μυτερά αφτιά, αλλ. [[προβατοκάμηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>lama</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>llama</i> <span style="color: red;"><</span> <i>llama</i>, λ. της γλώσσας Κέτσουα].<br /> <b>(IV)</b><br />και λάμμα, το<br />(στη μεταβυζαντινή ζωγραφική) οι διαβαθμίσεις ενός χρώματος, οι αποχρώσεις.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η
μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού»)
2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lama < λατ. lamina «λεπίδα, λάμα» < ἐλαμένη, μτχ. του ἐλαύνω (πρβλ. έλασμα, έλαση)].
(II)
και λάμας, ο
1. θρησκειολ. βουδιστής μοναχός
ιερέας του θιβετιανού δόγματος
2. φρ. «δαλάι λάμα» — ο μέγας λάμα, ο αρχηγός του τάγματος Τζελούγκς-πα, τών βουδιστών του Θιβέτ, και, ως το 1959, πολιτικός ηγέτης της χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lama < θιβετιανό blama «ανώτερος». Η λ. στον τ. λάμας μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].
(III)
το
γένος αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών της οικογένειας camelidae, με λεπτό σώμα, ψηλά πόδια και μακρύ λαιμό, κοντή ουρά, ισχυρά νύχια και μεγάλα μυτερά αφτιά, αλλ. προβατοκάμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lama < γαλλ. lama < ισπ. llama < llama, λ. της γλώσσας Κέτσουα].
(IV)
και λάμμα, το
(στη μεταβυζαντινή ζωγραφική) οι διαβαθμίσεις ενός χρώματος, οι αποχρώσεις.