σφάξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[αγός]], ἡ, Α<br />ο [[τράχηλος]] τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]]. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα [[διασφάξ]], <i>άποσφάξ</i>, <i>νεο</i>-[[σφάξ]].———————— <b>(II)</b><br />-ακός, ἡ, Α<br />(δωρ. τ. του [[σφήξ]]) <b>βλ.</b> [[σφήκα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[αγός]], ἡ, Α<br />ο [[τράχηλος]] τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]]. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα [[διασφάξ]], <i>άποσφάξ</i>, <i>νεο</i>-[[σφάξ]].<br /> <b>(II)</b><br />-ακός, ἡ, Α<br />(δωρ. τ. του [[σφήξ]]) <b>βλ.</b> [[σφήκα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάξ Medium diacritics: σφάξ Low diacritics: σφαξ Capitals: ΣΦΑΞ
Transliteration A: spháx Transliteration B: sphax Transliteration C: sfaks Beta Code: sfa/c

English (LSJ)

σφαγός,

   A = σφαγή 11, Sch.E.Hec.571; elsewh. only in compds., διασφάξ, etc.    II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.

Greek (Liddell-Scott)

σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.

Greek Monolingual

(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.
(II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.

Russian (Dvoretsky)

σφάξ: ᾱκός ὁ дор. Theocr. = σφήξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάξ -ακός, ὁ Dor. voor σφήξ.