λιθόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐθόδμητος:''' сделанный из камня ([[μονόκλινον]] Anth.).
|elrutext='''λῐθόδμητος:''' сделанный из камня ([[μονόκλινον]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθό-δμητος, ον<br />[[stone]]-built, Anth.
}}
}}

Revision as of 12:54, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόδμητος Medium diacritics: λιθόδμητος Low diacritics: λιθόδμητος Capitals: ΛΙΘΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: lithódmētos Transliteration B: lithodmētos Transliteration C: lithodmitos Beta Code: liqo/dmhtos

English (LSJ)

ον,

   A stone-built, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 45] von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος διὰ λίθων, Ἀνθ. Π. 9. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
construit en pierres.
Étymologie: λίθος, δμητός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιθόδμητος, -ον)
ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί-δμητος, θεό-δμητος].

Greek Monotonic

λῐθόδμητος: -ον, ο οικοδομημένος από πέτρες, λιθόκτιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόδμητος: сделанный из камня (μονόκλινον Anth.).

Middle Liddell

λῐθό-δμητος, ον
stone-built, Anth.