πολυσπαθής: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυσπᾰθής:''' плотно сотканный ([[πέπλα]] Anth.). | |elrutext='''πολυσπᾰθής:''' плотно сотканный ([[πέπλα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυ-σπᾰθής, ές [[σπάθη]]<br />[[thick]]-[[woven]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (σπάθη)
A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).
Greek Monotonic
πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).