ἀροτρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀροτρεύς:''' έως ὁ Theocr., Anth. = [[ἀροτήρ]].
|elrutext='''ἀροτρεύς:''' έως ὁ Theocr., Anth. = [[ἀροτήρ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄροτρον]]<br />a [[ploughman]], = [[ἀροτρευτήρ]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 13:14, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτρεύς Medium diacritics: ἀροτρεύς Low diacritics: αροτρεύς Capitals: ΑΡΟΤΡΕΥΣ
Transliteration A: arotreús Transliteration B: arotreus Transliteration C: arotreys Beta Code: a)rotreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, = sq., Theoc.25.1,51, Bion Fr.9.8, etc.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, der Pflüger, Theocr. 25, 1; Arat. 1075; Anth. öfter, z. B. Mel. 111 (VII, 196); βοῦς ἀροτρεύς bei Dem. Mid. 53 im Orak. ist zw. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτρεύς: έως, ὁ, = τῷ ἐπ., Θεόκρ. 25, 1, 51, Βίων 4. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀροτρεύω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
arador, labrador ὡραῖος ἀ. Arat.1075, de Heracles δῖος ἀ. Theoc.25.51, βοῶν ἐπίουρος ἀ. Theoc.25.1, cf. A.R.1.1172, Bio Fr.13.8, Nonn.D.1.107.

Greek Monolingual

ἀροτρεύς, ο (Α) αροτρεύω
αυτός που οργώνει.

Greek Monotonic

ἀροτρεύς: -έως, ὁ (ἄροτρον), γεωργός, ζευγολάτης, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτρεύς: έως ὁ Theocr., Anth. = ἀροτήρ.

Middle Liddell

ἄροτρον
a ploughman, = ἀροτρευτήρ, Theocr.