Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυγονία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.
|elnltext=πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολυγονία]], ἡ,<br />[[fecundity]], Plat. [from [[πολύγονος]]
}}
}}

Revision as of 13:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγονία Medium diacritics: πολυγονία Low diacritics: πολυγονία Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: polygonía Transliteration B: polygonia Transliteration C: polygonia Beta Code: polugoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολυγονία: ἠ плодовитость Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.

Middle Liddell

πολυγονία, ἡ,
fecundity, Plat. [from πολύγονος