σιδηρεύς: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῐδηρεύς:''' έως ὁ кузнец Xen. | |elrutext='''σῐδηρεύς:''' έως ὁ кузнец Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρεύς, έως, ὁ,<br />a [[worker]] in [[iron]], a [[smith]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 9 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. χαλκ-εύς)].
Greek Monotonic
σῐδηρεύς: -έως, ὁ, αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρεύς: έως ὁ кузнец Xen.