δύσκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσκαπνος:''' полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).
|elrutext='''δύσκαπνος:''' полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-καπνος, ον<br />[[noisome]] from [[smoke]], [[smoky]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαπνος Medium diacritics: δύσκαπνος Low diacritics: δύσκαπνος Capitals: ΔΥΣΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: dýskapnos Transliteration B: dyskapnos Transliteration C: dyskapnos Beta Code: du/skapnos

English (LSJ)

ον,

   A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.).    II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.

Greek Monolingual

δύσκαπνος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό
2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.

Greek Monotonic

δύσκαπνος: -ον, επιβλαβής, δύσοσμος από τον καπνό, καπνώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκαπνος: полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-καπνος, ον
noisome from smoke, smoky, Aesch.