πολυκόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυκόλυμβος -ον [πολύς, κολυμβάω] met veel geplons.
|elnltext=πολυκόλυμβος -ον [πολύς, κολυμβάω] met veel geplons.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-[[κόλυμβος]], ον, [[κολυμβάω]]<br />oft-[[diving]], [[μέλη]] π., of the frogs, Ar.
}}
}}

Revision as of 14:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκόλυμβος Medium diacritics: πολυκόλυμβος Low diacritics: πολυκόλυμβος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: polykólymbos Transliteration B: polykolymbos Transliteration C: polykolymvos Beta Code: poluko/lumbos

English (LSJ)

ον,

   A oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui plonge souvent.
Étymologie: πολύς, κολυμβάω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευ-κόλυμβος.

Greek Monotonic

πολῠκόλυμβος: -ον (κολυμβάω), αυτός που κολυμπά συχνά, μέλη πολυκόλυμβα, λέγεται για τους βατράχους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολυκόλυμβος: постоянно ныряющий: ἐν πολυκολύμβοισι μέλεσιν Arph. (о лягушках) не переставая нырять.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκόλυμβος -ον [πολύς, κολυμβάω] met veel geplons.

Middle Liddell

πολῠ-κόλυμβος, ον, κολυμβάω
oft-diving, μέλη π., of the frogs, Ar.