σκαφεύς: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter. | |elnltext=σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σκᾰφεύς, έως, ὁ, [[σκάπτω]]<br />a [[digger]], delver, ditcher, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 9 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ, (σκάπτω)
A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.
Greek Monotonic
σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.