αἰσχρόμητις: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰσχρόμητις:''' ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.). | |elrutext='''αἰσχρόμητις:''' ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=forming [[base]] designs, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ,
A fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.
Spanish (DGE)
-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.
Greek Monolingual
αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].
Greek Monotonic
αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρόμητις: ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).
Middle Liddell
forming base designs, Aesch.