ἀποληρέω: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποληρέω:''' <b class="num">1)</b> говорить вздор Dem.;<br /><b class="num">2)</b> превзойти в пустой болтовне (ἀπολεληρηκέναι τινά Polyb.). | |elrutext='''ἀποληρέω:''' <b class="num">1)</b> говорить вздор Dem.;<br /><b class="num">2)</b> превзойти в пустой болтовне (ἀπολεληρηκέναι τινά Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[chatter]] at [[random]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A chatter at random, D.19.182, Longus 1.17; ἔς τινα D.C.53.23; τι Id.72.4. 2 outdo in foolish talk, τινά Plb.34.6.15.
German (Pape)
[Seite 312] sich verschwatzen, thöricht schwatzen, καὶ διήμαρτε Dem. 19, 182; τινά, im Schwatzen übertreffen, Pol. 33, 12; übh. schwatzen, Long. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποληρέω: φλυαρῶ ὅ,τι ἂν τύχῃ, Λατ. delirare, Δημ. 398. 20· Λόγγ. 1. 7· ἔς τινα Δίων Κ. 53. 23· τι ὁ αὐτ. 72. 4· καὶ οὕτως ἐν Πολυβ. 33. 12, 10· ὁ Λ. Δινδ. ὑποθέτει ὅτι τὰ δύο ῥήματα ὑπερβεβληκέναι καὶ ἀπολεληρηκέναι πρέπει να μεταβάλωσι θέσεις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
radoter, dire des riens.
Étymologie: ἀπό, ληρέω.
Spanish (DGE)
decir sin ton ni son τι D.19.182, πολλὰ ... καὶ μάταια ἐς τὸν Αὔγουστον D.C.53.23.5, ἄλλα D.C.72.4.2, τοιαῦτα πρὸς αὑτόν Longus 1.17.4, ὅτι τις βούλεται Sch.Gal.1.414M.(p.48)
•abs. decir tonterías Plb.34.6.15.
Greek Monotonic
ἀποληρέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ για οποιονδήποτε λόγο ή θέμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποληρέω: 1) говорить вздор Dem.;
2) превзойти в пустой болтовне (ἀπολεληρηκέναι τινά Polyb.).