βαρύκομπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(1b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαρύκομπος:''' глухо рычащий (λέοντες Pind.). | |elrutext='''βαρύκομπος:''' глухо рычащий (λέοντες Pind.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βαρύκομπος]] -ον [[βαρύς]], [[κόμπος]] luid brullend, van leeuwen. Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.
English (Slater)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)
Spanish (DGE)
(βᾰρύκομπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.
Greek Monolingual
βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].
Russian (Dvoretsky)
βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.