βοηθητέον: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βοηθητέον]], adj. verb. van [[βοηθέω]], er moet hulp verleend worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.
Spanish (DGE)
hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.
Greek Monotonic
βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηθητέον, adj. verb. van βοηθέω, er moet hulp verleend worden.