αὐτοκέλευστος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτοκέλευστος:''' (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth. | |elrutext='''αὐτοκέλευστος:''' (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-bidden, i. e. [[unbidden]], of one's own [[accord]], Xen., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A self-bidden, i. e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. -τως Aristeas 92.
German (Pape)
[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
•tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
•ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.
Greek Monolingual
αὐτοκέλευστος, -ον (Α)
αυτός που συντελείται εκούσια, με τη θέληση του ενδιαφερομένου.
Greek Monotonic
αὐτοκέλευστος: -ον, αυτός που έρχεται με δική του πρωτοβουλία, δηλ. απρόσκλητος ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκέλευστος: (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth.
Middle Liddell
self-bidden, i. e. unbidden, of one's own accord, Xen., Anth.