βαθύγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(1b)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαθύγαιος:''' = [[βαθύγειος]].
|elrutext='''βαθύγαιος:''' = [[βαθύγειος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαῖα]]<br />with [[deep]] [[soil]], [[productive]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].

Russian (Dvoretsky)

βαθύγαιος: = βαθύγειος.

Middle Liddell

γαῖα
with deep soil, productive, Hdt.