γάλοως: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(8)
(1a)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γάλοως]] και γάλως, η (Α)<br />[[αδελφή]] του συζύγου, [[κουνιάδα]] ή [[σύζυγος]] του αδελφού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό [[παράδειγμα]] διάκρισης [[μεταξύ]] τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. [[σύστημα]], [[κατά]] το οποίο [[πρέπει]] να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή [[κατάσταση]]. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη [[αδελφή]] του συζύγου. Συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ō</i><i>s</i>, <i>gl</i><i>ō</i><i>ris</i> «[[αδελφή]] του συζύγου» ([[υστερογενώς]] «[[σύζυγος]] του αδελφού»), σλαβ. <i>zŭlŭvα</i>, αρμ. <i>tαl</i> (με <i>t</i>- [[αντί]] <i>c</i>-) όλα με την [[ίδια]] σημ. Ως [[προς]] την [[κατάληξη]], ο αττ. τ. <i>γάλως</i> μοιάζει με τα αττικόκλιτα [[πάτρως]], [[μήτρως]], [[επίσης]] ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. [[γάλοως]] είχε [[τελείως]] διαφορετική [[κλίση]]].
|mltxt=[[γάλοως]] και γάλως, η (Α)<br />[[αδελφή]] του συζύγου, [[κουνιάδα]] ή [[σύζυγος]] του αδελφού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό [[παράδειγμα]] διάκρισης [[μεταξύ]] τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. [[σύστημα]], [[κατά]] το οποίο [[πρέπει]] να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή [[κατάσταση]]. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη [[αδελφή]] του συζύγου. Συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ō</i><i>s</i>, <i>gl</i><i>ō</i><i>ris</i> «[[αδελφή]] του συζύγου» ([[υστερογενώς]] «[[σύζυγος]] του αδελφού»), σλαβ. <i>zŭlŭvα</i>, αρμ. <i>tαl</i> (με <i>t</i>- [[αντί]] <i>c</i>-) όλα με την [[ίδια]] σημ. Ως [[προς]] την [[κατάληξη]], ο αττ. τ. <i>γάλως</i> μοιάζει με τα αττικόκλιτα [[πάτρως]], [[μήτρως]], [[επίσης]] ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. [[γάλοως]] είχε [[τελείως]] διαφορετική [[κλίση]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />a [[husband]]'s [[sister]] or [[brother]]'s [[wife]], a [[sister]]-in-law, Lat. [[glos]], Il., etc.
}}
}}

Revision as of 20:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάλοως Medium diacritics: γάλοως Low diacritics: γάλοως Capitals: ΓΑΛΟΩΣ
Transliteration A: gáloōs Transliteration B: galoōs Transliteration C: galoos Beta Code: ga/lows

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. γάλοω, dat. sg. and nom. pl.

   A γαλόῳ Il.3.122, 22.473: Att. γάλως, gen. γάλω Hdn.Gr.2.236 (also gen. γάλωτος acc. to EM220.18):—husband's sister or brother's wife, sister-in-law, Il. 6.378, al. (Cf. Lat. glōs, Phryg. γέλαρος· ἀδελφοῦ γυνή, Hsch.)

Greek Monolingual

γάλοως και γάλως, η (Α)
αδελφή του συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος του αδελφού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά το οποίο πρέπει να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή κατάσταση. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη αδελφή του συζύγου. Συνδέεται με λατ. glōs, glōris «αδελφή του συζύγου» (υστερογενώς «σύζυγος του αδελφού»), σλαβ. zŭlŭvα, αρμ. tαl (με t- αντί c-) όλα με την ίδια σημ. Ως προς την κατάληξη, ο αττ. τ. γάλως μοιάζει με τα αττικόκλιτα πάτρως, μήτρως, επίσης ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. γάλοως είχε τελείως διαφορετική κλίση].

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a husband's sister or brother's wife, a sister-in-law, Lat. glos, Il., etc.