δηλοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(1b)
(1a)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δηλοποιέω:''' делать явным, объявлять, излагать (τι Plut.).
|elrutext='''δηλοποιέω:''' делать явным, объявлять, излагать (τι Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to make [[clear]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 560] kund machen, Plut. Pericl. 33 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δηλοποιέω: δῆλον ποιῶ, κάμνω φανερόν, σαφές τι, Πλούτ. Περικλ. 33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire connaître.
Étymologie: δῆλος, ποιέω.

Spanish (DGE)

manifestar, revelar, aclarar τῶν παθῶν τὸ αὐθαίρετον Chrys.M.50.643, cf. Scand.3.6, Procop.Gaz.M.87.1244D, Eust.Op.338.20
c. or. complet. c. ὡς: γράμματα ... ἃ καὶ ἐδηλοποίουν ἡμῖν, ὡς τὴν ἡμετέραν (χώραν) καταλαβέσθαι πολύχουν ἠθέλησας Ps.Callisth.3.26Γ, tb. en v. pas. τί δέ ἐστι ... δηλοποιηθήσεται Alex.Aphr.in SE 21.12, cf. Gr.Nyss.Hom.Par.75a.14
v. med. mismo sent., c. ὅτι: τὸ κρατῆσαι τῆς γλώττης δηλοποιεῖται, ὅτι Ath.Al.M.28.1412C, cf. 1413B.

Greek Monotonic

δηλοποιέω: μέλ. -ήσω, καθιστώ κάτι σαφές, ευκρινές, ξεκαθαρίζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δηλοποιέω: делать явным, объявлять, излагать (τι Plut.).

Middle Liddell

to make clear, Plut.