διισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(9)
(1a)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διισχυρίζομαι]]) [[ισχυρίζομαι]]<br />[[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]], [[επιμένω]] στους ισχυρισμούς μου<br /><b>αρχ.</b><br />στηρίζομαι, βασίζομαι.
|mltxt=(Α [[διισχυρίζομαι]]) [[ισχυρίζομαι]]<br />[[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]], [[επιμένω]] στους ισχυρισμούς μου<br /><b>αρχ.</b><br />στηρίζομαι, βασίζομαι.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[lean]] [[upon]], rely on, τινι Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> to [[affirm]] [[confidently]], τι Plat.; δ. τι [[εἶναι]] Plat.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

διισχῡρίζομαι: στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. μετὰ πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι εἶναι αὐτόθι 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. περί τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· περί τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
I. Dep. to lean upon, rely on, τινι Aeschin.
II. to affirm confidently, τι Plat.; δ. τι εἶναι Plat.